αλις

αλις
    ἅλις
    ἅλῐς
    (ᾰ) adv.
    1) во множестве; толпами
    

(περὴ Τρωαὴ ἅ. ἦσαν Hom.)

    ὅθ΄ ἅ. ἀναβέβρυχεν ὕδωρ Hom. — откуда в изобилии бьет вода;
    ἅ. χρυσοῦ νηήσασθαί τι Hom. — обильно наполнить что-л. золотом;
    πλοῦτος καὴ εἰρήνη ἅ. ἔστω! Hom. — да процветают благосостояние и мир! ὑπόδροσοι εἰαμεναὴ εἰς ἅ. Theocr. обильно орошенные участки

    2) довольно, достаточно
    

ἅ. δέ οἱ Hom. — будет с него;

    ἅ. ἔχειν τῆς βορῆς Her. — наесться вволю;
    καὴ τούτων μὲν ἅ. Plat. или καὴ περὴ μὲν τούτων ἅ. Arst. — но довольно об этом;
    ἅ. πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί Soph. — нелегко им будет плыть со мной;
    ἀκροάσεων ἅ. ἔχει μοι Luc. — довольно с меня (адвокатских) речей

    3) с (достаточной) твердостью, мужественно
    

(φέρειν κακόν Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλις" в других словарях:

  • ἁλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλις — in crowds indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»